μονοβασιά

μονοβασιά
η
είδος κρασιού που παράγεται στη Μονεμβασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονοβασία — η (Μ μονοβασία και μονοβασιά και μονεμβασία και μοροβασία) κρασί μαύρο, γλυκό και αρωματικό που φτειάχνεται στη Μονεμβασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το τοπωνύμιο Μονοβασιά, τ. τής ονομασίας τής πόλης Μονεμβασίας] …   Dictionary of Greek

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

  • μοροβασιά — μοροβασιά, ἡ (Μ) βλ. μονοβασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”